perceptible
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
adj.
To be seen: P. and V. θεατός. Clear, manifest: P. and V. σαφής, ἐμφανής, φανερός. Capable of being perceived by the senses (philosophical term): P. αἰσθητός (Plat.). Important enough to be noticed: use P. ἀξιόλογος.
δεικτός, διάκριτος, ἀντιληπτός, αἰσθητικός