unapproachable
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄβατος, P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος; see inaccessible.
Of a person: V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος, P. δυσπρόσοδος, P. and V. ἄμικτος.
Be unapproachable: P. ἀπροσοίστως ἔχειν.