οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
adj.
P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης (Dem. 644), V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
Suffer some dire calamity: P. ἀνήκεστόν τι πάσχειν.
dīrē, cruellement : Sen. Thyest. 315.