Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
adj.
P. and V. ἄτρωτος. Has he a body so invulnerable to the sword? V. οὕτω σιδήρῳ τρωτὸν οὐκ ἔχει δέμας; (Eur., Hel. 810).
δύστρωτος, δυσάλωτος, ἀνούτατος, ἀτόρητος, ἀδιακόντιστος, ἄτμητος, ἄτρωτος, ἀνούτητος, ἀδήλητος, ἄρρηκτος