πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
adj.
Fearful: P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης, V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
Majestic: P. and V. σεμνός.