Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
adj.
P. and V. εὐμαθής (Xen.), σαφής. V. συνετός, εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος, σαφηνής, εὔσημος; see clear.