διοικήτρια

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικήτρια Medium diacritics: διοικήτρια Low diacritics: διοικήτρια Capitals: ΔΙΟΙΚΗΤΡΙΑ
Transliteration A: dioikḗtria Transliteration B: dioikētria Transliteration C: dioikitria Beta Code: dioikh/tria

English (LSJ)

ἡ,

   A housekeeper, Sch.Ar. Ec.212.

Greek (Liddell-Scott)

διοικήτρια: ἡ, ἡ τὸν οἶκον διευθύνουσα, οἰκονόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 212.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ama de casa Hsch.s.u. ταμίη, Sch.Ar.Ec.212, Sch.E.Hipp.964D.

Greek Monolingual

διοικήτρια, η (Α)
η οικονόμος του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του διοικητής.