δολοπλανής

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοπλᾰνής Medium diacritics: δολοπλανής Low diacritics: δολοπλανής Capitals: ΔΟΛΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: doloplanḗs Transliteration B: doloplanēs Transliteration C: doloplanis Beta Code: doloplanh/s

English (LSJ)

ές,

   A treacherous, Nonn.D.8.126.

German (Pape)

[Seite 655] ές, durch Listen irreführend, täuschend; Nonn. D. 8, 126.

Greek (Liddell-Scott)

δολοπλᾰνής: -ές, δόλιος, πανοῦργος, ἄπιστος, διὰ δόλου πλανῶν, Νόνν. Δ. 8. 126.

Spanish (DGE)

(δολοπλᾰνής) -ές traicionero θεά de Apate, Nonn.D.8.126.

Greek Monolingual

δολοπλανής, -ές (Α)
αυτός που πλανά τους άλλους χρησιμοποιώντας δόλο.