θαμνοειδής
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ές,
A shrubby, Thphr.HP3.17.3, Crateuas ap.Dsc.2.127.
German (Pape)
[Seite 1185] ές, strauchartig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θαμνοειδής: -ές, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν θάμνων, ὅμοιος θάμνῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 17, 3, Διοσκ. 3. 130., 4. 110.
Greek Monolingual
-ες (AM θαμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνοειδές φυτό»).
επίρρ...
θαμνοειδώς
υπό μορφή θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -ειδής (< είδος), πρβλ. άτρακτο-ειδής, δυσ-ειδής].