κατόμβριμος
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
ον,
A rainy, ἔτος Orph.Fr.252.
Greek Monolingual
κατόμβριμος, -ον (Α)
βροχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμβριμος «βροχερός»].