κηλωνεύω
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
A suspend on a fulcrum or pivot, Hero Spir.1.20 (Pass.):—Pass., Ath.Mech.29.14, 30.4.
German (Pape)
[Seite 1431] einen Schwengel am Ziehbrunnen errichten, einen solchen Balken drehen, Vett. Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
κηλωνεύω: ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ.
Greek Monolingual
κηλωνεύω (Α)
αναρτώ από κηλώνειο ή από άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων, με τη σημ. «μακρύ ξύλινο δοκάρι»].