νουθετητής

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A monitor, Ph.2.519 : as Adj., ν. λόγος Id.1.171.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νουθετητής) νουθετώ
αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει
αρχ.
ως επίθ. παραινετικός.