ξυλόξεσις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
εως, ἡ,
A carving, prob. in Supp.Epigr.4.270 (Panamara, i B.C.).
Greek Monolingual
ξυλόξεσις, ἡ (Α)
η χάραξη του ξύλου, η ξυλογλυπτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ξέσις (< ξέω)].