πρατικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτικός Medium diacritics: πρατικός Low diacritics: πρατικός Capitals: ΠΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pratikós Transliteration B: pratikos Transliteration C: pratikos Beta Code: pratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for selling, only as Subst., -κή, ἡ, tax on sales, IG 5(1).18 B12 (Sparta): -κόν, τό, commission on sales, POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., Sammelb.4425 v 13 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πρατός
1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική
φόρος στις πωλήσεις
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν
προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις.