σκαλίς
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A instrument for hoeing, hoe or shovel, IG22.1424a391, 1548, Str. 3.2.9, J.BJ2.8.9.
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, 1) Werkzeug zum Scharren, Schüren, Graben, Hacken; Spaten, Schaufel, Hacke, Karst. – 2) Schaale, Napf, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλίς: -ίδος, ἡ, ἐργαλεῖον πρὸς ἀνατάραξιν τοῦ χώματος ἢ σκαφήν, σκαπάνη, «τσάπα», δίκελλα, «σκαλιστῆρι», Στράβ. 147, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 2. 8, 9. ΙΙ. πῶμα, ποτήριον, «σκαφεῖον» Ἡσύχ.