σκαφεῖον
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τό,
A spade, hoe, mattock, Hyp.Dem.Fr.7, Clearch.65, IG11(2).144 A 84 (Delos, iv B.C.), PPetr.3p.109, al. (iii B.C.), PCair.Zen.164.2, al. (iii B.C.), Ph.Bel.90.2, D.S.4.31, IG22.1631.409; cf. σκάφιον (A) IV.
2 prob. basin, ib.12.314.132, 22.1425.353.
3 concave mirror, used as a burning-glass, Plu.Num.9: Lat. scaphium, Mart.Cap.6.597.
German (Pape)
[Seite 890] τό, dim. von σκάφη, kleine Wanne, kleiner Napf, Schöpfgefäß, Plut. Num. 9. S. σκάφιον. τό, Werkzeug zum Graben, Grabscheit, ἐργαλεῖον, ᾡ σκάπτουσιν, ἄμη ἢ ἀξίνη, Phryn. in B. A. 62; Mathem. vett.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 bêche, hoyau;
2 objet creusé, écuelle.
Étymologie: σκάφη.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφεῖον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς σκαφήν, σκαπάνη, «τσάπα», δίκελλα, Διόδ. 4. 31, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 648F, ἐπιγραφ. ἐν τῷ Böckh’s Urkunden σ. 106, 540· πρβλ. σκάφιον IV. 2) κοῖλον κάτοπτρον, ἴδε σκάφιον Ι. 3.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰφεῖον: τό
1 заступ или мотыга Diod.;
2 (v.l. σκάφιον) вогнутое зеркало или зажигательное стекло (ἐξάπτειν τοῖς σκαφείοις Plut.).