σπαθίς

From LSJ
Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθίς Medium diacritics: σπαθίς Low diacritics: σπαθίς Capitals: ΣΠΑΘΙΣ
Transliteration A: spathís Transliteration B: spathis Transliteration C: spathis Beta Code: spaqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,=

   A σπάθη 2, spatula, Ar.Fr.205, Eub.100; σ. ἀργυρ[ᾶ] IG12.386.17 (unless in signf. 11).    II garment of closely-woven cloth (v. σπάθη 1), ib.22.1469.131, 1517.201, cf. Poll.7.36, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, = σπάθη, die Spatel, Poll. 10, 120. Auch ein mit der σπάθη auf dem senkrechten Webstuhle geschlagenes, dicht gewebtes Gewand, Poll. 7, 36, wie σπαθητός.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθίς: -ίδος, ἡ, = σπάθη, 1) πλατὺ κοχλιάριον ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν ξίφος, Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. ὕφασμα πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε σπάθη Ι), Πολυδ. Ζ΄, 36, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
σπάτουλα
αρχ.
πυκνά υφασμένο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].

Russian (Dvoretsky)

σπᾰθίς: ίδος (ῐδ) ἡ лопатка Arph.