στεφών
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὑψηλός, ἀπόκρημνος, Hsch.: as Subst.,
A summit of range of hills, ὡς ὁ σ. περιφέρει κύκλῳ Schwyzer 709.8 (Ephesus, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφών: «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος»
2. ως ουσ. κορυφή βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ών (πρβλ. ταφ-ών)].