σωματότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A corporeality, S.E.M.3.85, Gal.19.482, Plot.2.4.12, Theol.Ar.5, Iamb.Protr.21.
German (Pape)
[Seite 1060] ητος, ἡ, die Körperlichkeit, das Körpersein, S. Emp. adv. phys. 1, 371, oft.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης σώματος, ἡ φύσις τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ σῶμα, σώματος]
το να έχει κάτι ή κάποιος σώμα, σωματική υπόσταση.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτότης: ητος ἡ телесность, вещественность Sext.