τοξεία
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ἡ,
A archery, OGI339.37 (Sestos, ii B. C., pl.), D.S. 3.8, 5.74, Str.16.4.10, Ph.2.158 (pl.), J.AJ1.3.8, Hld.9.3 (pl.). II collective for οἱ τοξόται, force of archers, Philostr.VA8.7: pl. αἱ τοξεῖαι, bows, J.AJ5.5.4.
German (Pape)
[Seite 1128] ἡ, das Schießen mit dem Bogen, die Kunst zu schießen, D. C. 75, 11, öfter. – Bei Philostr. auch collectiv = οἱ τοξόται.
Greek (Liddell-Scott)
τοξεία: τὸ τοξεύειν διὰ τοῦ τόξου, ἡ τέχνη τοῦ τοξότου, Διόδ. 3. 8., 5. 74. ΙΙ. περιληπτικὸν ἀντὶ τοῦ οἱ τοξόται, ἡ ἐκ τοξοτῶν δύναμις, Φιλόστρ. 328.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοξεύω
1. η τέχνη του να τοξεύει κανείς
2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες
3. στον πληθ. αἱ τοξεῖαι- τα τόξα.
Russian (Dvoretsky)
τοξεία: ἡ стрельба из лука Diod.