τοπίτης

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπίτης Medium diacritics: τοπίτης Low diacritics: τοπίτης Capitals: ΤΟΠΙΤΗΣ
Transliteration A: topítēs Transliteration B: topitēs Transliteration C: topitis Beta Code: topi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.

Greek (Liddell-Scott)

τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].