φονουργός

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονουργός Medium diacritics: φονουργός Low diacritics: φονουργός Capitals: ΦΟΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phonourgós Transliteration B: phonourgos Transliteration C: fonourgos Beta Code: fonourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A murderous, Sch.rec.S.El.1150.

Greek (Liddell-Scott)

φονουργός: -όν, (*ἔργω) δράστης φόνου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1150, Ἄννα Κομν. σ. 258, Νικήτ. Χων. Χρον. σ. 8, κλπ.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].