φύλλωμα
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
ατος, τό,
A foliage, D.S. 3.19 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1315] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
φύλλωμα: τό, τὰ φύλλα δένδρου ἐν συνόλῳ, τὸ σύνολον πυκνῶν φύλλων δένδρου, ἐλάται πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Διόδ. 3. 19.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
φυλλῶ
το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού
νεοελλ.
το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.
Russian (Dvoretsky)
φύλλωμα: ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.