χρύσαμμος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A golden sand, Olymp.Alch.p.98 B.; = balluca, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1378] Goldsand mit sich führend, als subst. ὁ u. ἡ χρύσαμμος, Goldsand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσαμμος: [ῡ], ἡ, ἄμμος χρυσῆ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμος
χρυσή άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄμμος.