Πήλιον

From LSJ
Revision as of 09:55, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πήλιον Medium diacritics: Πήλιον Low diacritics: Πήλιον Capitals: ΠΗΛΙΟΝ
Transliteration A: Pḗlion Transliteration B: Pēlion Transliteration C: Pilion Beta Code: *ph/lion

English (LSJ)

Dor. Πάλιον [ᾱ], τό, Pelion, a mountain in Thessaly, Il.2.757, etc.:—Adj. Πηλιάς (q. v.); Πηλιῶτις, ιδος

   A on or at the foot of Pelion, E.Med.484; Πηλιωτικός, ή, όν, S.Fr.154; Πηλιακός, ή, όν, APl.4.110.

Greek (Liddell-Scott)

Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, ὄρος ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. ― Ἐπίθ. Πηλιὰς (ἴδε ἐν λ.) Πηλιῶτις, ιδος, τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην, εἰς τὴν παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Πηλίου Ἰωλκόν, Εὐρ. Μήδ. 484: Πηλιωτικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 166· Πηλιακός, ή, όν, Ἀνθ. Πλαν. 110.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le Pélion, mont. de Thessalie.
Étymologie: Babiniotis topon. préhell.

English (Autenrieth)

Pelion, a mountain in Thessaly, Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.

Greek Monotonic

Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, το Πήλιο, βουνό στη Θεσσαλία, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Πήλιον: дор. Πάλιον (ᾱ) τό Пелий или Пелион (гора на п-ове Магнесия в Фессалии) Hom., Hes., Her., Eur.

Middle Liddell

Πήλιον, δοριξ Πάλιον, ου, τό,
Pelion, a mountain in Thessaly, Hom., Hes., Pind., etc.