εὐρύσορος

From LSJ
Revision as of 15:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύσορος Medium diacritics: εὐρύσορος Low diacritics: ευρύσορος Capitals: ΕΥΡΥΣΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýsoros Transliteration B: eurysoros Transliteration C: evrysoros Beta Code: eu)ru/soros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.

Greek Monolingual

εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.

Greek Monotonic

εὐρύσορος: -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύσορος: воздвигнутый над широкой урной (σῆμα Anth.).

Middle Liddell

εὐρύ-σορος, ον
with wide bier or tomb, Anth.