ἀμετατροπία

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετατροπία Medium diacritics: ἀμετατροπία Low diacritics: αμετατροπία Capitals: ΑΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: ametatropía Transliteration B: ametatropia Transliteration C: ametatropia Beta Code: a)metatropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A immovableness, Sch.A.R. 4.1082.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετατροπία: ἡ, τὸ ἀμετάτρεπτον, ἡ ἀκινησία, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1082.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ inmovilidad Sch.A.R.4.1080.

Greek Monolingual

ἀμετατροπία, η (Μ) ἀμετάτροπος
το να είναι κάτι αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η ακινησία.