ἀνακείρω
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
A shear or cut off, rip up, Str.16.4.15, [Gal.]14.790, Aët. 13.4.
German (Pape)
[Seite 191] abscheeren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακείρω: μέλλ. -κερῶ, ἀνοίγω, σχίζω, ὑποδῦνον τῇ προτομῇ καὶ ἀνακεῖρον τὴν γαστέρα Στράβ. 775.
Spanish (DGE)
rajar de abajo arriba τὴν γαστέρα Str.16.4.15, cf. Gal.14.790, Aët.13.4, Hsch.
Greek Monolingual
ἀνακείρω (Α)
σχίζω, κόβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κείρω «κόβω, σχίζω»].