ἀναξιόλογος

Revision as of 16:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A inconsiderable, D.S.31.9.

German (Pape)

[Seite 200] nicht der Rede werth, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξιόλογος: ἀνάξιος λόγου, μηδαμινός, ἀναφέρεται ἡ λέξις ἐκ τοῦ Διοδώρου.

Spanish (DGE)

-ον carente de importancia στρατιὰ οὐκ ἀ. D.S.31.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀναξιόλογος, -ον) ἀξιόλογος
ο μη αξιόλογος, ο ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξιόλογος: не стоящий слов, незначительный, ничтожный Diod.