ἀναξιόλογος

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξιόλογος Medium diacritics: ἀναξιόλογος Low diacritics: αναξιόλογος Capitals: ΑΝΑΞΙΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: anaxiólogos Transliteration B: anaxiologos Transliteration C: anaksiologos Beta Code: a)nacio/logos

English (LSJ)

ἀναξιόλογον, inconsiderable, D.S.31.9.

Spanish (DGE)

-ον carente de importancia στρατιὰ οὐκ ἀ. D.S.31.9.

German (Pape)

[Seite 200] nicht der Rede wert, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξιόλογος: не стоящий слов, незначительный, ничтожный Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξιόλογος: ἀνάξιος λόγου, μηδαμινός, ἀναφέρεται ἡ λέξις ἐκ τοῦ Διοδώρου.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀναξιόλογος, -ον) ἀξιόλογος
ο μη αξιόλογος, ο ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός.