ἀργυρίς
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A silver cup or vessel, Pi.O.9.90, Pherecr.129, IG 1.127.16, SIG2588.142 (Delos, ii B.C.), Ath. 11.502a. 2 plate in general, πίνειν ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν Anaxil.40. II = δραχμή, Heraclid.Lemb.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυρίς: -ίδος, ἡ, ἀργυροῦν ποτήριον ἢ φιάλη, ἀγῶν’ ἀμφ’ ἀργυρίδεσσιν Πινδ. Ο. 9. 137, ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις; Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 6 (Ἀθήν. 502Α), Συλλ. Ἐπιγρ. 140. 46., 141Β. 12., 142. 13. 2) φιάλη ἐν γένει, οὐ μόνον ἐξ ἀργύρου, καὶ πίνειν ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν Ἀναξίλας ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = δραχμὴ κωμικῶς, «Ἀλέξανδρος ὁ τὴν Οὐρανόπολιν κτίσας διαλέκτους ἰδίας εἰσήνεγκεν· ὀρθοβόαν μὲν τὸν ἀλεκτρυόνα καλῶν καὶ βροτοκέρτην τὸν κουρέα, καὶ τὴν δραχμὴν ἀργυρίδα» Ἀθήν. 98Ε.
English (Slater)
ἀργῠρίς
1 silver cup, vessel οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν (ἀργύρειαι φιάλαι ἆθλα ἦσαν ἐν Μαραθῶνι ἐν τοῖς Ἡρακλείοις. Σ.) (O. 9.90)
Spanish (DGE)
(ἀργῠρίς) -ίδος, ἡ
• Morfología: [ac. sg. ἄργυριν Alcm.3.77]
1 vaso o copa de plata Alcm.3.77, Pi.O.9.90, Pherecr.135, IG 13.306.35, 36, etc. (V a.C.), ID 442.B.142 (II a.C.), Poll.6.98, Ath.502a, Aristaenet.2.18.20.
2 vaso gener. ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν Anaxil.40, cf. Ath.784a.
3 moneda de plata, dracma Heraclid.Lemb.5.
Greek Monolingual
ἀργυρίς, η (Α) άργυρος
1. αργυρό ποτήρι ή φιάλη
2. (γενικά) ποτήρι
3. η δραχμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀργυρίς: ίδος ἡ серебряный сосуд Pind.