ἀριστητήριον

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾱ], τό, (ἀριστάω)

   A refectory, τὸ ἱερὸν ἀ. τοῦ θεοῦ BCH 15.184.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστητήριον: τό, παρ’ Ἐκκλ. μέρος ἔνθα γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, δειπνητήριον, «τραπεζαρία».

Spanish (DGE)

-ου, τό
sala de banquetes para las comidas sagradas de los fieles de Zeus Panamaro IStratonikeia 17.17, 270.6 (ambas II d.C.)
comedor, PZilliac.6.26, 28 (VI d.C.), PLond.1874 (VII d.C.), cf. prob. haplografía ἀριστήριον PMasp.302.10 (VI d.C.)
refectorio Cyr.S.V.Euthym.18.3, 64.18, 69.17.

Greek Monolingual

ἀριστητήριον, το (AM)
μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώπρογευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»].