ἀστυσία
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ἡ,
A impotence, D.C.79.16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ impotencia sexual D.C.79.16.6, AB 456.
Greek Monolingual
η (Α ἀστυσία) άστυτος
έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα.