ἐκβιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 21:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβιβρώσκω Medium diacritics: ἐκβιβρώσκω Low diacritics: εκβιβρώσκω Capitals: ΕΚΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: ekbibrṓskō Transliteration B: ekbibrōskō Transliteration C: ekvivrosko Beta Code: e)kbibrw/skw

English (LSJ)

   A devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 :— Pass., Gp.2.35.7 : metaph., Corn.ND18.

German (Pape)

[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.

French (Bailly abrégé)

dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.

Greek Monolingual

ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.

Greek Monotonic

ἐκβιβρώσκω: παρακ. -βέβρωκα, καταβροχθίζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβιβρώσκω: съедать, пожирать (ἐσχάτας σάρκας Soph. - in tmesi).

Middle Liddell

perf. -βέβρωκα
to devour, Soph.