ἰνδικοπλάστης

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνδικοπλάστης Medium diacritics: ἰνδικοπλάστης Low diacritics: ινδικοπλάστης Capitals: ΙΝΔΙΚΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: indikoplástēs Transliteration B: indikoplastēs Transliteration C: indikoplastis Beta Code: i)ndikopla/sths

English (LSJ)

(-πλεύστης cod.),

   A dyer, Gloss.

Greek Monolingual

ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α)
χρωματιστής, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + -πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, κηρο-πλάστης.