πλαγιόσκελος
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
English (LSJ)
ον, expl. of Lat.
A Varus, Blaesus, Lyd.Mag.1.23.
Greek Monolingual
-ον, Μ
στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + σκέλος.