Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκαρπία

From LSJ
Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαρπία Medium diacritics: ἀκαρπία Low diacritics: ακαρπία Capitals: ΑΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: akarpía Transliteration B: akarpia Transliteration C: akarpia Beta Code: a)karpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unfruitfulness, barrenness, A.Eu.801, Hp.Vict.4.90, Arist.Mir.842a22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαρπία: ἡ, ἀφορία, στείρωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 801, Ἱππ. 378. 491, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκ. 122. 2. [ἀκαρπῖη, Χρησ. Σιβ. 4. 73].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
stérilité.
Étymologie: ἄκαρπος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Orac.Sib.4.73
esterilidad μηδ' ἀκαρπίαν τεύξητε A.Eu.801, cf. Hp.Vict.4.90.3, Arist.Mir.842a22, LXX Pr.9.12c, op. πολυκαρπία Plu.2.103b, τῶν ἐλαιῶν IStratonikeia 310.30 (IV d.C.), ἀρουρῶν PLond.1674.34 (VI d.C.), cf. Orac.Sib.4.73
fig. esterilidad espiritual Isid.Pel.Ep.M.78.189C, 308C.

Greek Monolingual

και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) ἄκαρπος
έλλειψη καρπών, αφορία
αρχ.
έλλειψη παιδιών, ατεκνία.

Greek Monotonic

ἀκαρπία: ἡ (ἄκαρπος), αφορία, έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαρπία: ἡ бесплодие, бесплодность Aesch., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἄκαρπος
unfruitfulness, barrenness, Aesch.