ἀμορβεύω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A follow, attend, c. dat., Nic.Fr.90:—Med., let follow, make follow, Id.Th. 349:—ἀμορβέω, Antim.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμορβεύω: ἀκολουθῶ, ὑπηρετῶ, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀποσπ. 35: - Μέσ., κάμνω ἢ ἀφίνω τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, ὁ αὐτ. Θ. 349· ὁ Ἀντίμ. (15) παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Δύμη ἔχει ἀμορβέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμορμεύω Zonar., EM 1103
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. iter. ἀμορβεύεσκεν Call.Fr.271]
1 seguir, acompañar σὺν δ' ἡμῖν ὁ πελαργὸς ἀμορβεύεσκεν ἀλοίτης Call.l.c., cf. Hsch.
•de ahí cuidar c. dat., Nic.Fr.90.
2 v. med. cargar ἀμορβεύοντο λεπάργῳ δῶρα cargaron los regalos en un burro Nic.Th.349.
Greek Monolingual
ἀμορβεύω (Α) ἀμορβός
1. επιτηρώ, προσέχω
2. παθ. ακολουθώ, υπηρετώ.