τρυφερόβιος
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
ον,
A living delicately, luxurious, Φαίακες Phld.Hom. p.23O., cf. AB322, Procl.Par.Ptol.232.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον τρυφερόν, ὁ βιῶν τρυφηλῶς, πολυτελής, πολυδάπανος, Α. Β. 322, 18, ἐν λέξ. ἁβροδίαιτος, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 232, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁβρὰ βαίνων.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ζει με τρυφηλό τρόπο, που ζει άνετη και πολυτελή ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -βιος (< βίος), πρβλ. σκληρό-βιος].