τρυφερόβιος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφερόβῐος Medium diacritics: τρυφερόβιος Low diacritics: τρυφερόβιος Capitals: ΤΡΥΦΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: trypheróbios Transliteration B: trypherobios Transliteration C: tryferovios Beta Code: trufero/bios

English (LSJ)

τρυφερόβιον, living delicately, luxurious, Φαίακες Phld.Hom. p.23O., cf. AB322, Procl.Par.Ptol.232.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφερόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον τρυφερόν, ὁ βιῶν τρυφηλῶς, πολυτελής, πολυδάπανος, Α. Β. 322, 18, ἐν λέξ. ἁβροδίαιτος, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 232, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁβρὰ βαίνων.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ζει με τρυφηλό τρόπο, που ζει άνετη και πολυτελή ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -βιος (< βίος), πρβλ. σκληρόβιος].

German (Pape)

weichlich, üppig, schwelgerisch lebend, Suid., Procl. paraphr.

Translations