κατανάγκη

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰνάγκη Medium diacritics: κατανάγκη Low diacritics: κατανάγκη Capitals: ΚΑΤΑΝΑΓΚΗ
Transliteration A: katanánkē Transliteration B: katanankē Transliteration C: katanagki Beta Code: katana/gkh

English (LSJ)

ἡ,

   A means of constraint: spell, βιαιότεραι κ. cj. in Hld.6.14.    II kind of vetch, Ornithopus compressus, used in making philtres, Dsc.4.131, Plin.HN27.57, PMag.Osl.1.370.    2 = κῆμος, Ps.-Dsc.4.133.

German (Pape)

[Seite 1365] ἡ, Zwang, Zwangsmittel; ἐρωτικαί, das sind φιλτρα, Liebestränke, Synes. – Auch eine Pflanze, aus der diese Tränke bereitet wurden.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰνάγκη: ἡ, μεγίστη ἀνάγκη, βία, βιαιότεραι κ. (ἐκ διορθώσ.) Ἡλιόδ. 6, 14· ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κ., ποτὰ ἀναγκάζοντα εἰς ἔρωτας, τὰ φίλτρα, Συνέσ. 257Β. ΙΙ. ἄδηλόν τι φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀναρριχωμένων, ἐξ οὗ τὰ τοιαῦτα φίλτρα παρεσκευάζοντο, Δισκ. 4, 134.

Spanish

arveja

Greek Monolingual

κατανάγκη, ἡ (Α)
1. μέσο καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», Συνέσ.)
2. το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος το οποίο χρησιμοποιούσαν για παρασκευή μαγικών φίλτρων
3. το φυτό κήμος.