Περσηΐς

From LSJ
Revision as of 09:56, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσηΐς Medium diacritics: Περσηΐς Low diacritics: Περσηΐς Capitals: ΠΕΡΣΗΪΣ
Transliteration A: Persēḯs Transliteration B: Persēis Transliteration C: Persiis Beta Code: *pershi/+s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sprung from Perseus, of Alcmena, E.HF801 (lyr.).    II name of Hecate, A.R.3.467.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Perséide (fille de Persès ou de Persée) :
1 fille d’Okéanos, femme d’Hélios, mère d’Æetès, de Circé, de Persès;
2 petite-fille de Persée (Alcmène);
3 fille de Persès (Hécatè).
Étymologie: Περσεύς, Πέρσης¹.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. προσωνυμία της Αλκμήνης
2. προσωνυμία της Εκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -ῆος + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

Περσηΐς: -ίδος, ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον αἷμα στον Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Περσηΐς: ΐδος ἡ Персеида
1) Hes. = Πέρση;
2) внучка Персея - см. Περσεύς 1 - т. е. Алкмена Eur.