βραχυστομία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A smallness of mouth, Eust.767.16.
German (Pape)
[Seite 462] ἡ, die enge Mündung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυστομία: ἡ, τὸ ἔχειν βραχύ, μικρὸν στόμα, Εὐστ. 767. 16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ pequeñez de boca βρεφικὴ β. Eust.767.15.
Greek Monolingual
βραχυστομία, η (Μ)
(για βρέφος) το ότι έχει μικρό στόμα και χρειάζεται ειδικό τάισμα.