βοοσσόος

Revision as of 11:15, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

English (LSJ)

ον, (σεύω)

   A driving oxen wild, of the gadfly, Nonn.D.11.191: contr., βουσσόον ὅν τε μύωπα… καλέουσιν Call. Fr.46, cf. Cerc.8.2.    II ox-driving, κέντρα Q.S.5.64, cf. Nonn.D.11.149, al.    2 = βοηλάτης 1, epith. of Hermes, ib.4.31.

German (Pape)

[Seite 453] (σεύω), Rinder treibend, κέντρα Qu. Sm. 5, 64; Ἑρμῆς Nonn. D. 4, 31 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

βοοσσόος: -ον, (σεύω) ὁ ἐλαύνων, ἐρεθίζων τοὺς βοῦς, ἐπὶ τοῦ οἴστρου, Κόϊντ. Σμ. 5. 64· συνῃρ., βουσσόον, ὃν τε μύωπα… καλέουσιν Καλλ. Ἀποσπ. 46.

Spanish (DGE)

v. βουσόος.

Greek Monolingual

βοοσσόος και βουσσόος, -ον (Α)
1. (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οίστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -σόος < σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, καταδιώκω, κυνηγώ» (πρβλ. λαοσσόος, ιπποσσόος)].