εὑρεσίκακος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρεσίκᾰκος Medium diacritics: εὑρεσίκακος Low diacritics: ευρεσίκακος Capitals: ΕΥΡΕΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: heuresíkakos Transliteration B: heuresikakos Transliteration C: evresikakos Beta Code: eu(resi/kakos

English (LSJ)

ον,

   A inventive of evil, Sch.E. Med.407.

German (Pape)

[Seite 1092] erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσίκᾰκος: -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.

Greek Monolingual

εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)
εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί-λογος, ευρεσι-τέχνης) + κακός, σύνθετο του τ. τερψίμβροτος.