δυσαποκατάστατος Search Google

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

ον,

   A hard to restore, M.Ant.11.8, Gal.14.792.    II hard to recover from, ὀργαί Phld.Ir.p.63 W.

German (Pape)

[Seite 676] schwer wieder herzustellen; M. Ant. 11, 8; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαποκατάστᾰτος: -ον, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, δυσεπανόρθωτος Μ. Ἀντων. 11. 8, Γαλην.· 2, 397.

Spanish (DGE)

-ον
1 de lo que es difícil restablecerse ὀργαὶ δυσαποκατάστατοι arrebatos de cólera difíciles de aplacar Phld.Ir.30.18.
2 difícil de recomponer χόνδρος ... δ. ... εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα Gal.14.792, <τὸ> ἀποχωροῦν M.Ant.11.8.

Greek Monolingual

δυσαποκατάστατος, -ον (Α)
1. αυτός ο οποίος δύσκολα αποκαθίσταται
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος.