θαλασσίτης

Revision as of 21:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, wine

   A sunk in the sea, to ripen it, Plin.HN14.78.

German (Pape)

[Seite 1182] οἶνος, = θαλασσίας. Vgl. θαλασσόω.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσίτης: οἶνος ῑ, ὁ, οἶνος διατηρούμενος ἐντὸς θαλασσίου ὕδατος ἢ μεμιγμένος μετ’ αὐτοῦ Πλίν. Η. Ν. 1410.

Greek Monolingual

θαλασσίτης, ό (Α)
1. (ενν. οίνος) οίνος που διατηρούνταν μέσα σε θαλασσινό νερό ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό νερό
2. μια από τις ποικιλίες του λίθου υάκινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ιτης (πρβλ. αιματ-ίτης, μελιτ-ίτης)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσίτης: ου adj. m сохраняемый в морской воде: θ. οἶνος Plin. вино, которое выдерживалось в сосудах, погруженных в морскую воду.