καλυβοποιέομαι

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠβοποιέομαι Medium diacritics: καλυβοποιέομαι Low diacritics: καλυβοποιέομαι Capitals: ΚΑΛΥΒΟΠΟΙΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kalybopoiéomai Transliteration B: kalybopoieomai Transliteration C: kalyvopoieomai Beta Code: kalubopoie/omai

English (LSJ)

Med.,

   A make oneself a cabin, Str.4.5.2.

German (Pape)

[Seite 1314] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠβοποιέομαι: Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν καλύβην, περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῇ κύκλον καὶ αὐτοὶ (δηλ. οἱ Βρεττανοὶ) ἐνταῦθα καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν Στράβ. 200.