κλοιόπους

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοιόπους Medium diacritics: κλοιόπους Low diacritics: κλοιόπους Capitals: ΚΛΟΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kloiópous Transliteration B: kloiopous Transliteration C: kloiopous Beta Code: kloio/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ,

   A clog for the foot, in pl., = κλάποι, Tz.H.13.300.

Greek (Liddell-Scott)

κλοιόπους: ποδος, ὁ, ξύλον ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300.

Greek Monolingual

ο (Μ κλοιόπους, -ποδoς)
κλοιός τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + -πους (< πούς), πρβλ. βραδύ-πους, πτερό-πους].