κυκλοπόρος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοπόρος Medium diacritics: κυκλοπόρος Low diacritics: κυκλοπόρος Capitals: ΚΥΚΛΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: kyklopóros Transliteration B: kykloporos Transliteration C: kykloporos Beta Code: kuklopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A moving in a circle, βία Heraclit.All.12.

Greek Monolingual

κυκλοπόρος, -ον (Α)
αυτός που κινείται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο-πόρος, οδοι-πόρος)].